ψᾶρα

ψᾶρα
ψάρ
starling
masc acc sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • Ψαρά — Μικρό νησί 18 χλμ. ΒΔ της Χίου. Έχει έκταση 39,77 τ. χλμ. και ένα μοναδικό οικισμό, τα Ψαρά (; κάτ.). Στο νησί υπάρχει επίσης η μονή της Κοίμησης της Θεοτόκου. Διοικητικά το νησί υπάγεται στον νομό Χίου. Γυμνό, ξηρό και άγονο (ψηλότερη κορυφή 531 …   Dictionary of Greek

  • Ψαρά — Sp Psarà Ap Ψαρά/Psara L s. Egėjo j. ir g tė joje, Graikija …   Pasaulio vietovardžiai. Internetinė duomenų bazė

  • ψαρά — ψᾱρά , ψαρός like a starling neut nom/voc/acc pl ψᾱρά̱ , ψαρός like a starling fem nom/voc/acc dual ψᾱρά̱ , ψαρός like a starling fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Νέα Ψαρά — Ονομασία της σύγχρονης Ερέτριας μετά την εγκατάσταση Ψαριανών προσφύγων (1824) …   Dictionary of Greek

  • Αποστόλης, Νικολής — (Ψαρά 1770 – Αίγινα 1827). Ψαριανός ναύαρχος και κορυφαίος αγωνιστής του 1821. H οικογένειά του ήταν από τη Μάνη απ όπου έφυγε μετά την ανακατάληψή της από τους Τούρκους (1715). Σε νεαρή ηλικία ακολούθησε τον Λάμπρο Κατσώνη, μετά την ήττα του… …   Dictionary of Greek

  • Κανάρης, Κωνσταντίνος — (Ψαρά 1793 – Αθήνα 1877). Αγωνιστής του 1821 και πολιτικός. Ήταν γιος ναυτικού και έμαθε λίγα γράμματα στο νησί του. Ακολούθησε το ναυτικό επάγγελμα των Ψαριανών ξεκινώντας από μούτσος, για να γίνει καπετάνιος επιδεικνύοντας ιδιαίτερη εξυπνάδα,… …   Dictionary of Greek

  • Βαρβάκης, Ιωάννης — (Ψαρά 1745; – Ζάκυνθος 1825). Εθνικός ευεργέτης. Νεαρός ακόμα εμποροπλοίαρχος, πρωτοστάτησε στην αποστασία των Ψαριανών από τον τουρκικό ζυγό και στην προσχώρησή τους στο απελευθερωτικό κίνημα του στρατηγού Ορλόφ, που είχε τότε κατεβεί επικεφαλής …   Dictionary of Greek

  • Παπανικολής, Δημήτριος — (Ψαρά 1790 – 1855). Αγωνιστής του 1821. Από ναυτική οικογένεια, εξοικειώθηκε νωρίς με τη θάλασσα, υπηρέτησε κοντά στον Αποστόλη και διακρίθηκε από τα πρώτα χρόνια της Επανάστασης ως πυρπολητής. Την πρώτη επιτυχία του σημείωσε στην Ερεσσό (27… …   Dictionary of Greek

  • αράπης — Επώνυμο αγωνιστών του 1821. 1. Γεώργιος. Καταγόταν από τα Ψαρά. Πήρε μέρος στην πυρπόληση της τουρκικής ναυαρχίδας στην Ερεσσό. 2. Γεώργιος. Καταγόταν από τη Γρανίτσα της Δωρίδας. Πολέμησε στο Δίστομο, στην Άμπλιανη, στο Κρεμμύδι και στο… …   Dictionary of Greek

  • ψαριανός — ή, ό, Ν [Ψαρά] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο νησί Ψαρά ή προέρχεται από τα Ψαρά 2. (το αρσ. και το θηλ. ως κύριο όν.) ο Ψαριανός και η Ψαριανή ο κάτοικος τών Ψαρών ή ο καταγόμενος από τα Ψαρά …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”